- πεμπώβολον
- τὸ, Αμαγειρικό εργαλείο από πέντε οβελούς, είδος μακριάς περόνης η οποία είχε πέντε οβελούς και τήν χρησιμοποιούσαν στις θυσίες για να στρέφουν τις σάρκες τών ζώων που καίγονταν.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπε, αιολ. τ. τού πέντε + -ώβολον (< ὀβολός) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. αμφ-ώβολον)].
Dictionary of Greek. 2013.